- έμβολο
- Μηχανικό όργανο το οποίο, στις μηχανές εναλλασσόμενης κίνησης, παλινδρομεί στο εσωτερικό του κυλίνδρου και χρησιμεύει στη μετατροπή της πίεσης ενός υγρού σε μηχανική ενέργεια ή αντίστροφα. Στις μηχανές διπλής δράσης (π.χ. στις ατμομηχανές) το έ. εργάζεται προς τις δύο πλευρές και γενικά αποτελείται από έναν μεταλλικό δίσκο, στον οποίο είναι συνδεδεμένη μία ράβδος. Η ράβδος αυτή διασχίζει τον πυθμένα του κυλίνδρου και με ένα σύστημα από μπιέλες (διωστήρες) και μοχλούς μετατρέπει την παλινδρομική κίνηση του ε. σε κυκλική και τη μεταφέρει στον κινητήριο άξονα. Στις μηχανές απλής δράσης (π.χ. στους κινητήρες εσωτερικής καύσης) το έ. εργάζεται μόνο προς μία πλευρά και αποτελείται από ένα κοίλο μεταλλικό σώμα κυλινδρικού σχήματος. Στην εξωτερική επιφάνεια του ε. έχουν γίνει μερικές εγκοπές, στις οποίες είναι τοποθετημένοι ελαστικοί δακτύλιοι, που χρησιμεύουν για την εξασφάλιση της τέλειας επαφής των ε. με τα τοιχώματα του κυλίνδρου. Η άνω βάση του ε. είναι κλειστή και πάνω σε αυτήν ασκείται η πίεση του ρευστού. Η κάτω βάση είναι ανοιχτή και μέσα από αυτήν εισάγεται η κεφαλή της μπιέλας, η οποία συνδέεται με το έ. με έναν πείρο, εφαρμοσμένο στην εσωτερική του επιφάνεια.
Στοιχεία του εμβόλου: 1) ελαστικός δακτύλιος· 2) πιστόνι· 3) πύρος· 4) μπιέλα. Δεξιά, σχηματική παράσταση της παλινδρομικής κίνησης του εμβόλου μέσα στον κύλινδρο (6), η οποία οφείλεται στον στρόφαλο (5).
* * *το (AM ἔμβολονΑ και επίθ. ἔμβολος, -ον)1. οτιδήποτε έχει αιχμηρή άκρη και μπορεί να σφηνωθεί κάπου, πάσσαλος, σφήνα κ.λπ.2. χάλκινη προεξοχή στην πλώρη για να ανοίξει τρύπα σε εχθρικό πλοίο κατά την εμβολή3. εξάρτημα μηχανής, παραξόνιονεοελλ.1. αντηρίδα σε προεξέχουσα γωνία2. προεξοχή για να σφηνωθεί σε κοιλότητα ή εγκοπή, δόντι3. μελισσοκομικό εργαλείο4. φυσαλλίδα, σωματίδιο τού οργανισμού ή ξένο σώμα που προκαλεί εμβολή σε αγγείο5. εξάρτημα μηχανής, διάφραγμα που κινείται ευθύγραμμα ή παλινδρομικά για να μεταδώσει κίνηση σε κινητήριο άξονα6. στριμμένα κλώσματα για την κατασκευή σχοινιούαρχ.το ουδ. ως ουσ.1. σφηνοειδής παράταξη στη μάχη2. μοχλός θύρας3. επιστύλιο κίονα4. το πέος.
Dictionary of Greek. 2013.